ασβεστοποίηση

ασβεστοποίηση
calcification

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • απασβέστωση — η 1. η ασβεστοποίηση* 2. η ελάττωση, τοπική ή γενική των αλάτων ασβεστίου που περιέχονται φυσιολογικά στα οστά και τα δόντια …   Dictionary of Greek

  • ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… …   Dictionary of Greek

  • καμίνευμα — το [καμινεύω] η κατεργασία τού μετάλλου σε κάμινο η πύρωση ή τήξη μιας ύλης σε καμίνι, η ανθρακοποίηση ξύλων, η ασβεστοποίηση λίθων κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • οστεομαλακία — (Ιατρ.). Πλημμελής ασβεστοποίηση των οστών, εξαιτίας ελαττωματικής εναπόθεσης αλάτων ασβέστιου στην οστεοειδή ουσία, που οφείλεται σε ανεπαρκή περιεκτικότητα των οργανικών υγρών σε φωσφόρο και ασβέστιο. Η ο. μπορεί να είναι δευτεροπαθής από… …   Dictionary of Greek

  • οστεομυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης εξεργασία, η οποία προσβάλλει όλους τους ιστούς που συγκροτούν το οστό, δηλαδή το κυρίως οστό και τον μυελό. Κύριο αίτιο είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, αλλά ο. μπορεί να προκληθεί και από άλλα μικρόβια, όπως ο στρεπτόκοκκος …   Dictionary of Greek

  • προοδοντίνη — η, Ν βιολ. ουσία που εκκρίνεται από τους οδοντοβλάστες και, μετά από την ασβεστοποίηση, μετατρέπεται σε οδοντίνη τού δοντιού …   Dictionary of Greek

  • ραχίτιδα — η / ῥαχῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ παιδική νόσος τού σκελετού που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή ασβεστοποίηση τών οστών και τών αυξητικών χόνδρων και οφείλεται συχνότερα σε αβιταμίνωση D. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. αρθρ ίτις / ίτιδα).… …   Dictionary of Greek

  • χονδροασβέστωση — η, Ν ιατρ. ασβεστοποίηση τών αρθρικών χόνδρων, άγνωστης παθογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chondrocalcinosis < chondro (< χόνδρος) + calcinosis «ασβέστωση»] …   Dictionary of Greek

  • καμίνι — το χώρος κλειστός ολόγυρα που χρησιμεύει για το λιώσιμο μετάλλων, απανθράκωση ξύλων, ασβεστοποίηση πετρών κ.ά.: Η δουλειά στα καμίνια είναι σκληρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”